Κάτι ξέρουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες που λένε “Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα”. Θυμάστε που ο Ουρανός φυλάκιζε τα παιδιά του στον Τάρταρο για να μην του πάρουν το θρόνο όταν θα μεγάλωναν; Ο Κρόνος, ο γιος του Ουρανού, έκανε το ίδιο πράγμα με τον πατέρα του. Αντί όμως να τα ρίχνει στον Τάρταρο, ο Κρόνος τα κατάπινε! Η γυναίκα του η Ρέα, όπως και η μητέρα της η Γαία, αγανακτισμένη μ’ αυτή την κατάσταση αποφάσισε να σώσει με κάθε τρόπο το τελευταίο της παιδί προτού το καταπιεί και αυτό ο Κρόνος.
Μια νύχτα, που ο Κρόνος κοιμόταν του καλού καιρού, η Ρέα έφυγε κρυφά για την Κρήτη. Εκεί ψηλά στο όρος Δίκτη, μέσα σε μια σπηλιά, γέννησε το στερνοπαίδι της, τον Δία. Σαν είδε το γλυκό μωρό της η Ρέα, το αγκάλιασε με στοργή και το χάιδεψε τρυφερά. Ύστερα φώναξε τις Νύμφες του βουνού.
– Πρέπει να φύγω προτού ο Κρόνος ξυπνήσει. Σας αναθέτω την ανατροφή και τη φροντίδα του γιου μου, τους είπε και αμέσως ανέβηκε στο άρμα της, που το έσερναν δυο λιοντάρια και χάθηκε ψηλά στα σύννεφα.
Ο παντοδύναμος Δίας είχε πλέον στα χέρια του τη διακυβέρνηση του σύμπαντος.
Σαν έφτασε στο παλάτι, έτρεξε γρήγορα στην βασιλική κάμαρα. Πήρε μια πέτρα, την τύλιξε με πανιά και φώναξε την πιο πιστή από τις Νύμφες που την υπηρετούσαν.
– Τρέξε να πεις στον άντρα μου τον Κρόνο ότι γεννήθηκε το παιδί του.
Μόλις το έμαθε ο Κρόνος, στιγμή δεν έχασε. Πήρε απ’ τα χέρια της Ρέας το τυλιγμένο στη φασκιά “μωρό” και το κατάπιε χωρίς καν να το δει! Από το βάρος που είχε στην κοιλιά του, δεν μπόρεσε καθόλου να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ! Κατά τ’ άλλα ήταν πολύ χαρούμενος, σα σκεφτόταν ότι ο θρόνος του δεν διέτρεχε πια κανένα κίνδυνο από τους απογόνους του, αφού είχε φάει και τον τελευταίο!
Μακριά και κρυφά από τον πατέρα του, ο Δίας μεγάλωνε ευτυχισμένα στο Δικταίο Άντρο. Οι Νύμφες μάλιστα του είχαν κρεμάσει μια χρυσή κούνια στις πυκνές φυλλωσιές μιας μεγάλης βελανιδιάς για να κοιμάται. Περιστέρια τού φέρνανε αμβροσία από τις άκρες του ωκεανού για να τρώει, ενώ η κατσίκα Αμάλθεια τον έτρεφε με το γάλα της. Σαν μωρό ο Δίας ήταν πολύ ζωηρός και υπήρχε φόβος να φτάσουν οι φωνές του ως τον πατέρα του Κρόνο. Κάλεσαν τότε οι Νύμφες τους Κουρήτες, ξωτικά του δάσους με παράξενη μορφή. Κάθε φορά που ο μικρός Δίας έπαιζε με την κρυστάλλινη σφαίρα του ή φώναζε ή έκλαιγε, εκείνοι χόρευαν έναν άγριο πολεμικό χορό χτυπώντας δόρατα και ακόντια πάνω στη γη, που τρανταζόταν ολόκληρη. Έτσι ο Κρόνος δεν μπορούσε να ακούσει τις φωνές και τα κλάματα του ζωηρού αγοριού!
Μόλις ο Δίας έγινε έφηβος, η μητέρα του Ρέα τον επισκέφτηκε στην Κρήτη και του μαρτύρησε όλα όσα είχαν συμβεί με τον πατέρα του.
– Τούτη εδώ τη στιγμή, μέγα όρκο παίρνω, βασιλιάς θεών και ανθρώπων εγώ θα γίνω. Όσο για τον πατέρα μου και τον άντρα σου, τον Κρόνο, υπόσχεση σου δίνω να τιμωρηθεί όπως του πρέπει.
Αυτά είπε ο Δίας στη μητέρα του και φώναξε αμέσως την Μήτιδα, την σοφή κόρη του Ωκεανού, για να τον βοηθήσει. Βοτάνι μαγικό εκείνη τού ’φερε και τον συμβούλεψε να το δώσει στον Κρόνο για να το καταπιεί.
Ο Δίας χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη δύναμη για να καταπιεί το βοτάνι ο πατέρας του. Μπορεί ο Κρόνος να ήταν λίγο γερασμένος, ήταν όμως ο πιο δυνατός άντρας σε ολόκληρο το βασίλειο. Πατέρας και γιος πάλευαν για μέρες σώμα με σώμα, ώσπου στο τέλος κέρδισε ο Δίας. Τότε ο Κρόνος κατάλαβε ότι η Ρέα τον είχε ξεγελάσει και ότι ο Δίας ήταν γιος του. Έφαγε με το ζόρι το μαγικό βοτάνι κι έβγαλε από το στόμα του όλα τα παιδιά του, που τα είχε καταπιεί, με πρώτη και καλύτερη την φασκιωμένη πέτρα! Ο παντοδύναμος Δίας είχε πλέον στα χέρια του τη διακυβέρνηση του σύμπαντος. Μπορούσε να ελέγχει τα πάντα, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί ήταν απλώς οι βοηθοί του. Αυτό που έμενε να κάνει, κάτι που επιθυμούσε πάρα πολύ άλλωστε, ήταν να αποκτήσει πολλά παιδιά με ξεχωριστές ικανότητες!